Στ. Κουτής: "Στον αλησμόνητο δάσκαλό μου Κωνσταντίνο Ευθυμιάδη" Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
Σήμερα 21 του Μάη, που πανηγυρίζει ο Μητροπολιτικός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ξυπνούν νοσταλγικές μνήμες αλλοτινών εποχών. Διαβαίνει αναλλοίωτη από τον ταξιδιάρικο λογισμό μου, η γαλήνια μορφή του διακεκριμένου Χοράρχου, του αξέχαστου, μειλίχιου Δασκάλου μου στη Βυζαντινή Σχολή, του αείμνηστου Κωνσταντίνου Ευθυμιάδη.
Συμπληρώνεται σε λίγες μέρες ακέρια πενταετία από την μακάρια αποδημία του αλησμόνητου Ιεροψάλτη, που διακόνησε την προαναφερόμενη Εκκλησία μας μια ολάκαιρη ζωή. Εξήντα επτά συναπτά χρόνια.
Από την νεανική του ηλικία ενστερνίστηκε την ιερή αποστολή του, δίχως να παρεκκλίνει από τη σταθμισμένη του πορεία παρασυρμένος από την πλανερή αυταρέσκεια. Στόχευε πάντοτε στην ένθερμη επικοινωνία του θείου με το ανθρώπινο. Μια συνειρμική συνάφεια της λατρευτικής υμνολογίας με την αφοσιωμένη λαοσύναξη.
Ο συναισθηματικός του κόσμος ανάβλυζε μέσα από τα ιερά κείμενα και απλοχέριζε χαρμόσυνο ενθουσιασμό ή συνεσταλμένη περισυλλογή, ανάλογα με το αισθησιακό περιεχόμενό τους. Κοινοποιούσε, μέσα από τις εναρμονισμένες εκτελέσεις του, στους συνειδητούς πιστούς τις αδιαμφισβήτητες αλήθειες της άσπιλης Ορθοδοξίας μας.
Τον διέκρινε ένα πηγαίο, ξεχωριστό ύφος αναγνωρίσιμο από τα πρώτα δευτερόλεπτα της μελωδικής του απόδοσης και το σπάνιο ηχόχρωμα της χαρακτηριστικής του φωνής άγγιζε τα ενδόμυχα βάθη του ευλαβικού εκκλησιάσματος.
Το ανυπέρβλητο μεγαλείο της υμνολογικής μουσικής περνάει μέσα από τις φωνητικές χορδές, που καλούνται να ψάλλουν με ιεροπρεπή, ψυχική διάθεση και ανεπίληπτο ήθος.
Η γνωστική του κατάρτιση, συνυφασμένη από αφομοιωμένα στοιχεία των κυριότερων, Βυζαντινών Σχολών, τα οποία συγχώνευσε με τελείως διαφορετικά ακούσματα και δημιούργησε μια εντελώς προσωπική τεχνοτροπία, που η διαρθρωτική της υφή διανθιζόταν από την εγγενή μεγαλοπρέπεια, ανάμεικτη με τη βιωμένη λιτότητα της ενσαρκωμένης σεμνότητάς του.
Καλλιέργησε ένα αυστηρά ατομικό ύφος, μοναδικό, δίδαξε ιεροψαλτικό ήθος, έτερψε μουσικά το χριστεπώνυμο πλήρωμα και γαλούχησε τις επόμενες γενιές των εκκολαπτόμενων ψαλμωδών στην ευρύτερη περιοχή της αγαπημένης μας πόλης.
Η αισθαντική ομορφιά της Ορθόδοξης Λειτουργίας σηματοδοτεί το μεστότερο κήρυγμα, την πιο καρποφόρα ιεραποστολή.
Προικισμένος, χαρισματικός, ταπεινόφρονας ειδήμονας της Βυζαντινής και Ευρωπαϊκής Μουσικής, πασίγνωστος στους περισσότερους Ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας, Πρωτοψάλτης του Καθεδρικού μας Ναού, όπου μαθήτευσε, μέστωσε και ωρίμασε, δεν περιορίστηκε μονάχα στα επωμισμένα καθήκοντά του, ούτε επαναπαύτηκε στην εξασφαλισμένη καταξίωσή του, αλλά επιδόθηκε με ενδογενή ζήλο στη μουσική σύνθεση αμελοποίητης υμνογραφίας και ίδρυσε Βυζαντινή Χορωδία, της οποίας προΐστατο.
Το θαρρετό εγχείρημα της επιστάμενης μελοποίησης οφείλει να σέβεται τα παραδοσιακά πρότυπα, επιβάλλεται να προστατεύει τη μουσική ποιότητα και να εξυπηρετεί τις ενυπάρχουσες ανάγκες. Συνάμα προϋποθέτει επιδέξιο συντονισμό του παλιού με το νέο, δίχως να προκαλεί με ριψοκίνδυνες ακροβασίες.
Ως ανεπηρέαστος μελοποιός προτίμησε το αναλελυμένο κείμενο και όχι τη συμπυκνωμένη μορφή των παλιότερων βιβλίων. Προέβηκε σε επιλεκτικές επιλογές ήχου και γένους με ή χωρίς επιτηδευμένες παραχορδές.
Ο ώριμος υμνωδός, που κρατάει την εμπεδωμένη τέχνη, ολοζώντανη πατάει στέρεα στο παρελθόν, υπηρετεί με ορθόδοξο τρόπο το παρόν και ανοίγει ελπιδοφόρους ορίζοντες για το μέλλον, χωρίς να ξεφεύγει από τη μουσική παράδοση των περασμένων αιώνων.
Στα επιμελημένα χειρόγραφά του παρατηρούμε μια αταλάντευτη ισορρόπηση του υμνολογικού κειμένου και της ρυθμικής μελωδίας, τη συχνή χρήση ειρμολογικού και στιχηραρικού, ως επί το πλείστον, μέλους χωρίς αστάθμητες ακροστασίες και παράτολμες υπερβολές. Συνάμα διαπιστώνουμε, πως προσάρμοσε μελοποιημένα κομμάτια γνώριμων ερμηνευτών στα δικά του μέτρα, άλλοτε με ευέλικτες συντμήσεις και μερικές φορές με πετυχημένες απλοποιήσεις πολύπλοκων θέσεων ή ακόμα και σημαντικές τροποποιήσεις στη χρονική αγωγή.
Με άκρατο σεβασμό και ανυπόκριτη ευγνωμοσύνη
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΤΗΣ