Θ. Τσιούκης: "Ο Τουρκικός αναθεωρητισμός και οι αντιφατικές επιλογές της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής" Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
Λίγους μήνες μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο αναθεωρητισμός που προτάσσει η Ρωσική Ομοσπονδία, δυστυχώς «ξύπνησε» τις ορέξεις και άλλων αναθεωρητικών δυνάμεων στην περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γειτονική μας χώρα, η Τουρκία.
Η τουρκική ηγεσία υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να έχει εγκαταλείψει τελείως την ευρωπαϊκή της προοπτική, την οποία το 2002 κατά την έναρξη της διακυβέρνησής του προωθούσε σθεναρά. Σήμερα η Άγκυρα ανασύρει από τα χρονοντούλαπα της ιστορίας σκοτεινές αξιώσεις έναντι των γειτόνων της, γεγονός που καθιστά την Τουρκία μια επικίνδυνα αναθεωρητική δύναμη, της οποίας οι μελλοντικές δράσεις αποτελούν «αίνιγμα».
Η Τουρκία του περασμένου αιώνα , όπου ο στρατός είχε πραγματική εξουσία στον κρατικό της μηχανισμό, ο κεμαλισμός σκίαζε τις ηγεσίες της και το Ισλάμ «όριζε» το δημόσιο βίο της χώρας, σίγουρα δεν υπάρχει. Έχουν αλλάξει πολλά στη γειτονική μας χώρα, υπάρχει όμως ένα κοινό μέτωπο, που αποτελεί συνέχεια του σκοτεινού αναθεωρητικού κράτους. Φυσικά αναφέρομαι στην εμμονική στάση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, που σαφέστατα βασίζεται στην παραγραφή της ιστορικής αλήθειας και στην δημιουργία μιας σύγχρονης αναλήθειας.
Είναι άξιο αναφοράς και αποτελεί «εκ δια μέτρου αξιοθαύμαστο» γεγονός, ότι η γειτονική μας χώρα δεν πιστεύει μόνο ότι της αναλογούν πολύ παραπάνω από όσα το διεθνές δίκαιο της αναγνωρίζει, αλλά ότι τα αναθεωρητικά της αυτά όνειρα κλιμακώνονται με τον καιρό.
Αν στρέψουμε το βλέμμα μας λίγα χρόνια πίσω, την εποχή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η όρεξη του τουρκικού αναθεωρητισμού περιοριζόταν σε αφηρημένα κυριαρχικά δικαιώματα, που κατά βάση αφορούσαν τα όρια του εναέριου χώρου της Ελλάδος, τη δικαιοδοσία του FIR Αθηνών και αργότερα της οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Εν συνεχεία την τελευταία δεκαετία του 21ου αιώνα η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφασίζει να «ρίξει» στο τραπέζι την απειλή πολέμου (casus belli) έναντι της Ελλάδας, εάν και εφόσον αυτή επιθυμούσε να διευρύνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Η Τουρκία έτσι για πρώτη φορά και με κάθε επισημότητα απειλεί ευθέως μια χώρα σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ, εάν αυτή ενεργούσε επί τη βάση του Διεθνούς Δικαίου.
Μετά την επίσημη πλέον απειλή πολέμου, οι τουρκική εξωτερική πολιτική γίνεται πιο επιθετική στο πεδίο, γκριζάροντας και αμφισβητώντας την κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων της Ελλάδος, μια θεωρία που έγινε πράξη με τα γεγονότα των Ιμίων το 1996.
Σήμερα λοιπόν η πιθανή ύπαρξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο, ανοίγει τις ορέξεις της Τουρκίας και καθιστά πιο έντονη την αναθεωρητική εξωτερική πολιτικής της, αμφισβητώντας το Διεθνές Δίκαιο και τις συμβάσεις (που άλλωστε και η ίδια υπέγραψε) οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών. Συνεπεία των ως άνωθεν να αμφισβητηθούν έμπρακτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Αυτό μας το θυμίζουν οι διαδοχικές κρίσεις που προκαλεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας, όπως η κρίση του 2020.
Πέραν όμως των καταδικαστέων και ανυπόστατων αξιώσεων, τις οποίες έθετε η Τουρκία μέχρι το 2020, σκληραίνει τη στάση της επαναφέροντας το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των Ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Επικαλείται λοιπόν κατά το δοκούν τα όσα προβλέπει η Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 – η οποία αναθεωρήθηκε εν μέρει με τη σύμβαση του Μοντρέ του 1936 – και η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 που προέβλεπε την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα.
Υποστηρίζει δε ωστόσο, ότι η παραχώρηση των νησιών του Αιγαίου πελάγους στην Ελλάδα έγινε ‘’υπό όρους’’ και συνδέει την ελληνική κυριαρχία ως «εξαρτώμενη» από την τήρηση των προβλέψεων περί αποστρατικοποίησης. Στο σημείο αυτό η Τουρκία έρχεται σε σύγκρουση με το Διεθνές Δίκαιο αφού παραβλέπει, ότι η απόδοση κυριαρχίας δεν αποτελεί διαδικασία που μπορεί να αποστραφεί.
Πλέον η Τουρκία δεν κλιμακώνει μόνο διπλωματικά την κατάσταση στην εύθραυστη περιοχή μας, αλλά πέρασε και περνά και στην επιχειρησιακή κλιμάκωση με υπερπτήσεις πολεμικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά εδάφη.
Για την τουρκική εξωτερική πολιτική διανύουμε μια περίοδο μετάβασης, όπου το διεθνές τοπίο αλλάζει συνεχώς και φυσικά δεν θεωρεί απίθανη μια αλλαγή συνόρων στο μέλλον. Επίσης γνωρίζει πολύ καλά, πως οι παράλογες αξιώσεις της για το Δυτικό κόσμο αποτελούν απλά έναν «φανταστικό μεγαλοϊδεατισμό». Η Τουρκία ακολουθεί την πάγια και προβλέψιμη πολιτική του παζαριού. Πίεση στην Ελλάδα, για να κερδίσει κάτι άλλο. Θέτει ζητήματα κυριαρχίας αλλά παράλληλα επικαλείται τη διαπραγμάτευση, ανοίγοντας μια βεντάλια διμερών ζητημάτων και όχι μόνο.
Φυσικά η Τουρκία δεν έχει στόχο μόνο να διαπραγματευτεί με τη χώρας μας, ούτε την ενδιαφέρουν μόνο τα διμερή μας ζητήματα. Θολώνει εσκεμμένα τα νερά γύρω της, για τα τραβήξει το βλέμμα των ΗΠΑ, που φαίνεται ότι πλέον την αντιμετωπίζουν ως ταραχοποιό. Η γειτονική χώρα από τη μία ευαγγελίζεται τη δύναμη που ενώνει και παράλληλα πατά σε δύο βάρκες, άλλωστε αυτό φάνηκε με τη στάση της στο Ουκρανικό και την ανοχή ως προς τη Ρωσία, και από την άλλη εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική θέση της επιδιώκει την ανοχή των ΗΠΑ για μια ακόμη αιματηρή επιχείρηση στη Συρία.
Η κυβέρνηση Ερντογάν προσπαθεί να αποτρέψει από τη μία την αμερικανική στήριξη ως προς τους Κούρδους, καθώς η απειλή δημιουργίας κουρδικής κρατικής οντότητας είναι υπαρκτή. Από την άλλη πλευρά προσπαθεί να σύρει την τουρκική αντιπολίτευση σε έναν εθνικιστικό λόγο - γεγονός που θα μείωνε τα ποσοστά της και φυσικά θα απομάκρυνε και το κουρδικό εκλογικό κοινό από αυτή – με αποτέλεσμα έτσι να γίνει πιο εύκολη η επικράτηση των κομμάτων Ερντογάν και Μπαχτσελί.
Η μεθόδευση αυτή από πλευράς Τουρκίας έχει τελικό αποδέκτη κυρίως τις ΗΠΑ. Ατράνταχτη απόδειξη αυτού του συλλογισμού αποτελεί το βέτο της Τουρκίας στην ενταξιακή πορεία στο ΝΑΤΟ Φινλανδίας και Σουηδίας, επικαλούμενη τη στήριξη των ως άνωθεν χωρών στους Κούρδους, με συνέπεια να θέτει έμμεσα το Κουρδικό ζήτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ ,μέσω όμως Σκανδιναβικής χερσονήσου.
Διαιωνίζεται μια κοινή πεποίθηση στους διπλωματικούς κύκλους του ΝΑΤΟ, πως η συμμετοχή της του Τουρκίας στη συμμαχία οριοθετεί τον αναθεωρητισμό της, όμως αυτό το ανατρέπει η ίδια η τακτική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη γεωγραφική θέση της χώρας. Η Τουρκία δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές των συμμάχων, αυτό το βαθμό ελευθερίας της τον δίνει η γεωγραφική της θέση, που αποτελεί καίριας σημασίας για τις ΗΠΑ και την κυριαρχία τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Άλλωστε η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ είναι στρατηγικής σημασίας για τα Δυτικά συμφέροντα και τις εκεί στρατιωτικές επιχειρήσεις. Υπάρχουν σαφώς περιορισμοί στις κινήσεις της Τουρκίας, αλλά δεν την εμποδίζουν να εκμεταλλευτεί αυτό το γεωγραφικό της πλεονέκτημα.
Ως προς μια ενδεχόμενη στρατιωτική σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μέχρι τώρα στις αναλύσεις και τις υποθέσεις θεωρούνταν πιθανότερο ένα «ατύχημα» ή μια προσχεδιασμένη πρόκληση, που ο αμερικανικός παράγοντας θα απέτρεπε να επεκταθεί σε πολεμική σύγκρουση και θα έφερνε τα δύο μέρη σε διαπραγμάτευση. Πλέον αυτό το σενάριο απομακρύνεται και η Τουρκία αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία της Ελλάδας , δημιουργώντας τετελεσμένα, κάτι που οδηγεί σε μια πολεμική σύγκρουση, στην οποία τρίτοι δεν χωρούν και αυτή διαμορφώνει το σκηνικό όπως επιθυμεί.
Ας μας προβληματίσει λοιπόν ότι οι νέες γενιές της Τουρκίας μεγαλώνουν σε ένα κλίμα πόλωσης, δημιουργίας ιστορικών αναληθειών, μακρόπνοων αναθεωρητικών σχεδίων (Γαλάζια Πατρίδα, Δυτική Θράκη, Βόρεια Κύπρος, κτλ). Δεν πρέπει φυσικά να παραβλέψουμε τις «σατανικές» κινήσεις της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία, όπου κυρίως κατοικούν Κούρδοι, αφού αυτό το αποδεικνύει η επιβολή χρήσης τουρκικού νομίσματος στα εδάφη που έχει καταλάβει.
ΘΩΜΑΣ Λ. ΤΣΙΟΥΚΗΣ
Πολιτικός Επιστήμονας ΔΠΘ – Αναλυτής
Συντονιστής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΝΔ
Σπουδαστής Νομικής Σχολής