Λευτέρης Βογιατζής: Η Συνεκπαίδευση ως απάντηση στο δίλημμα "Ειδικό ή Γενικό Σχολείο", αναφορικά με τη φοίτηση των μαθητών που παρουσιάζουν Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
- Εκτύπωση
Η έννοια της συνεκπαίδευσης έχει απασχολήσει εδώ και δεκαετίες πολλές χώρες παγκοσμίως.
Ειδικότερα, στην Ευρώπη έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια κατά τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια περίπου, για να ελαχιστοποιηθεί ο αριθμός των ειδικών σχολείων και να εξασφαλιστεί ότι οι ανάγκες των παιδιών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες πληρούνται επαρκώς στα σχολεία γενικής εκπαίδευσης, δεδομένου ότι έχουν το δικαίωμα να εκπαιδευτούν μαζί με άλλα παιδιά, τα οποία στη πλειονότητά τους δεν παρουσιάζουν Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες.
Η συνεκπαίδευση για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την UNESCO, η φράση «Εκπαίδευση για όλους» βασίζεται στην έννοια που επιβάλλεται να διασφαλίσει μια ισορροπημένη, διαφοροποιημένη, ουσιαστική και ευχάριστη εκπαίδευση ανεξαιρέτως για όλα τα παιδιά και πάνω απ' όλα για τα παιδιά που περιγράφονται ως άτομα με Ε.Ε.Α. Κυρίως αναφέρεται στο δικαίωμα όλων των μαθητών με Ε.Ε.Α., να εκπαιδεύονται σε σχολεία γενικής εκπαίδευσης.
Σ’ αυτό το σημείο είναι σημαντικό να παρουσιαστούν τα κυριότερα μοντέλα (κατηγορίες) συνεκπαίδευσης που ακολουθούνται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις χώρες που αναπτύσσουν πολιτική και πρακτική εφαρμογή που στοχεύει στην ένταξη όλων σχεδόν των μαθητών στην γενική εκπαίδευση (<<κατηγορία μιας διαδρομής>> - <<one-track approach>>). Στη δεύτερη κατηγορία εντοπίζονται δύο ξεχωριστά εκπαιδευτικά συστήματα (<<κατηγορία διπλής διαδρομής>> - <<two-track approach>>). Οι μαθητές με Ε.Ε.Α. φοιτούν συνήθως είτε σε ειδικά σχολεία είτε σε ειδικές τάξεις. Οι χώρες που ανήκουν στην τρίτη κατηγορία έχουν μία πολλαπλότητα προσεγγίσεων στην ένταξη (<<κατηγορία πολλαπλών διαδρομών>> - <<multi-track approach>>) και προσφέρουν μία ποικιλία υπηρεσιών και επιλογών μεταξύ των δύο συστημάτων (συστήματα γενικής εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής).
Διερωτάται βέβαια κάποιος εύλογα, ποια είναι τα οφέλη που προκύπτουν για τους ίδιους τους μαθητές, όταν η διδασκαλία αποκτά την μορφή της συνεκπαίδευσης; Ενδεικτικά, η συνεκπαίδευση αποσκοπεί στο να: 1) γίνει προσπάθεια για να ξεπεραστούν τα εμπόδια προκειμένου τα παιδιά με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και διάφορες αναπηρίες να έχουν πρόσβαση και συμμετοχή στην γενική εκπαιδευτική διαδικασία, 2) να αντιλαμβάνονται οι μαθητές τις διαφορές και τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν μεταξύ τους, σαν πηγές υποστήριξης της μάθησης, 3) να τονιστεί ο ρόλος των σχολείων στη δημιουργία μιας κοινότητας που πρεσβεύει ανθρώπινες αξίες και ιδανικά (π.χ. σεβασμός στη διαφορετικότητα), και κλείνοντας 4) να αναγνωριστεί ότι η εκπαιδευτική ένταξη οδηγεί κατ’ επέκταση στη κοινωνική ένταξη. Συμπερασματικά λοιπόν, καθίσταται ζωτικής σημασίας να διασφαλιστεί ότι όλα τα παιδιά, είτε έχουν κάποια αναπηρία είτε όχι, δικαιούνται να ζήσουν μια φυσιολογική και ολοκληρωμένη ζωή.
Πριν αναλυθούν τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σύλληψη της ιδέας της συνεκπαίδευσης, καθίσταται σημαντικό να δοθεί ο ορισμός της συνεκπαίδευσης. Έτσι λοιπόν, συνεκπαίδευση ονομάζεται η συνύπαρξη και η συνδιδασκαλία σε κοινά σχολεία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης και στις συνηθισμένες σχολικές τάξεις, των μαθητών με διάφορες αναπηρίες ή Ε.Ε.Α., με τους συμμαθητές τους, που δεν παρουσιάζουν κάποια δυσκολία στην ικανότητα μάθησης.
Τα χαρακτηριστικά τώρα γνωρίσματα (στοιχεία) που παρατηρούνται από την εφαρμογή της συνεκπαίδευσης είναι τα ακόλουθα. Αρχικά, η συνεκπαίδευση είναι μια «διαδικασία» που ανταποκρίνεται στην έννοια της πολυμορφίας και της εκμάθησης, πως να ζουν και να μαθαίνουν δηλαδή τα παιδιά από τις ιδιαιτερότητες και τις διαφορετικές ανάγκες που παρουσιάζουν μεταξύ τους. Επιπροσθέτως, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η ένταξη αποτελεί μια διαδικασία συνεχούς αναζήτησης, αποσκοπώντας στην εξεύρεση των πιο κατάλληλων τρόπων για καλύτερη κατανόηση εκ μέρους των μαθητών της έννοιας της πολυμορφίας (π.χ. <<μαθαίνω να σέβομαι το διαφορετικό>>, αποφυγή ρατσιστικών αντιλήψεων κ.α.). Με λίγα λόγια, η συνεκπαίδευση εστιάζει στην «αναγνώριση και την άρση των εμποδίων», με τους μαθητές να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι και να οδηγούνται πιο ομαλά στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους. Το όραμα των οικογενειών που μεγαλώνουν παιδιά με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και αναπηρίες, να ζήσουν μια «κανονική» ζωή, μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Αναμφίβολα άλλωστε, όλοι οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν αποδεκτά από τους συνομηλίκούς τους, να έχουν φίλους και αυτό να τα οδηγήσει στην απόκτηση μιας «κανονικής» ζωής. Όλα τα παραπάνω, αναντίρρητα θα έλεγε κανείς, πως επιτυγχάνονται μέσω της συνεκπαίδευσης. Επιπλέον, μέσα από την συνεκπαίδευση ή τη συμμετοχική εκπαίδευση, οι μαθητές αναπτύσσουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους (βελτίωση αυτοεκτίμησης), ενώ παράλληλα κοινωνικοποιούνται. Όταν τα παιδιά παρακολουθούν τις <<κανονικές>> τάξεις, αντικατοπτρίζουν τις ομοιότητες και τις διαφορές των ανθρώπων στο πραγματικό κόσμο, μαθαίνοντας να εκτιμούν το διαφορετικό, απ’ όπου και αν προέρχεται αυτό. Ακόμη, στις αίθουσες διδασκαλίας χωρίς αποκλεισμούς, οι μαθητές με ή χωρίς αναπηρίες, αναμένεται να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν, να λύνουν μαθηματικά, να παίζουν και να συνεργάζονται, με ότι συνεπάγονται όλα αυτά για την ψυχοσύνθεσή τους.
Όπως προκύπτει απ’ όλα τα παραπάνω, με υψηλές προσδοκίες και καλές παιδαγωγικές οδηγίες, τα παιδιά με Ε.Ε.Α. και αναπηρίες, μαθαίνουν να αναπτύσσουν τις μαθησιακές τους δεξιότητες σ’ όλο τους το φάσμα. Συνοψίζοντας λοιπόν, όλα τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν είναι όλα μαζί., αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος σύλληψης της ιδέας της συμμετοχικής εκπαίδευσης, μιας εκπαίδευσης που η φιλοσοφία της είναι να <<ενώσει>> όλα τα παιδιά.
Σύμφωνα με τον νόμο 2817/2000 για την Ειδική Αγωγή, οι γονείς έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν το κατάλληλο εκπαιδευτικό πλαίσιο για το παιδί τους, μετά τη διάγνωση και την αξιολόγησή του. Για το σκοπό αυτό, οι υπηρεσίες συνεργάζονται με τους γονείς, τους ενημερώνουν για την κατάλληλη εκπαιδευτική δομή και προτείνουν συγκεκριμένο Εξατομικευμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (ΕΕΠ).
Πολλές φορές, η επιλογή σχολείου γίνεται με υπόδειξη του Κέντρου Διάγνωσης, Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΚΔΑΥ). Το ΚΔΑΥ έχει αρμοδιότητα να προτείνει στους γονείς των παιδιών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, το σχολικό εκείνο πλαίσιο που εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες αυτές και να προτείνει, το Ειδικό Εξατομικευμένο Πρόγραμμα που είναι αναγκαίο να ακολουθεί ο εκπαιδευτικός. Από την μεριά τους, οι γονείς δεν είναι νομικά υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν την οποιαδήποτε πρόταση. Κατά συνέπεια, η τελική απόφαση για τη φοίτηση του παιδιού τους ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτούς.
Με ποια κριτήρια όμως, επιλέγουν οι γονείς το καταλληλότερο εκπαιδευτικό περιβάλλον για τα παιδιά τους; Οι γονείς ανησυχούν πολύ για την εκπαίδευση των παιδιών τους και θέλουν αυτά να είναι ευτυχισμένα και ασφαλή, ειδικά στο εκπαιδευτικό περιβάλλον που φοιτούν. Ως εκ τούτου, δυσκολεύονται να επιλέξουν σχολείο, με δεδομένο ότι πρέπει οι ίδιοι να αποφασίσουν ποιο είναι το καλύτερο μέρος για την εκπαίδευσή τους προκειμένου να αναπτυχθούν, αλλά και να αποκτήσουν θετικές εμπειρίες από την εκμάθησή τους. Δεν είναι μία εύκολη απόφαση, γιατί από την μια πλευρά είναι ωραίο να βλέπουν την ένταξη, ότι τα παιδιά τους δηλαδή φοιτούν σε γενικό σχολείο, αλλά ρεαλιστικά η επιλογή του γενικού σχολείου, πιθανότατα να μην είναι η καλύτερη λύση.
Επιπρόσθετα, η γονική επιλογή δεν είναι τόσο απλή, πιο συγκεκριμένα αν η επιλογή σχολικού περιβάλλοντος δεν είναι η κατάλληλη, ο μαθητής με Ε.Ε.Α μπορεί να βρεθεί αποκομμένος από τους υπόλοιπους συμμαθητές του για διάφορους λόγους (π.χ. ένα παιδί με αυτισμό, πως θα αντιδράσει σε μια τάξη με φασαρία, αν δεν έχει την κατάλληλη υποστήριξη, οι θόρυβοι όπως είναι γνωστό, <<αναστατώνουν>> τα παιδιά με αυτισμό).
Ωστόσο, αν το παιδί με αναπηρία φοιτήσει σε ένα <<κατάλληλο>> σχολείο, τα οφέλη είναι πολλαπλά για το ίδιο, με σημαντικότερο εξ’ αυτών, την κοινωνικοποίησή του, που θα συμβάλει σημαντικά και στη περαιτέρω εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Συμπερασματικά λοιπόν, είναι ζωτικής σημασίας να προωθηθεί η ιδέα της ενσωμάτωσης. Τα παιδιά με Ε.Ε.Α και διάφορες αναπηρίες, δεν είναι παιδιά ενός <<κατώτερου Θεού>>, αποτελεί καθήκον της ελληνική πολιτείας να σταθεί αρωγός σ’ αυτά και στις οικογένειές τους.
Βογιατζής Ελευθέριος
Καθηγητής Ειδικής Φυσικής Αγωγής