"Το κοινωνικό κράτος εκπέμπει sos. Mια ιστορική αναδρομή, τροφή για σκέψη" άρθρο του Αγγ. Αγγελίδη Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
- Εκτύπωση
Είναι καπιταλιστικής προέλευσης το κοινωνικό κράτος; Αν βιαστούμε να απαντήσουμε, με απλή άρνηση ή κατάφαση, κινδυνεύουμε να γίνουμε τόσο απόλυτοι όσο και η θέση που επιδιώκει να περάσει η παραπάνω ερώτηση.
Ας εξετάσουμε τα ιστορικά δεδομένα, ως το μόνο ασφαλή οδηγό που έχουμε στη διάθεσή μας, πέρα από προσωπικές εκτιμήσεις και υποκειμενικές κρίσεις. Γερμανία 1884. Οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, με το νόμο “Baare bill”, προσπαθούν να εισάγουν την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, έναντι ατυχημάτων. Οι περισσότερες επιχειρήσεις(ειδικά οι μικρότερες) ήταν εναντίον αυτής της μεγάλης τομής που πρότεινε η μεγάλη εργοδοσία, και με σφοδρότητα πολέμησαν την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, αφού ο νόμος θα προέβλεπε την εξ’ ίσου καταβολή εισφορών στο κράτος από την εργοδοσία π.χ. σε μια χαλυβουργική βιομηχ. και σε μια βιομηχ. ενδυμάτων, ανεξάρτητα από την πιθανότητα εμφάνισης εργατικών ατυχημάτων. Το έκαναν «απ’ την καλή τους καρδιά»; Φυσικά όχι. Πολύ απλά, θέλανε να προστατεύσουν εργαζόμενους και τεχνικούς υψηλής εξειδίκευσης, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά πολύτιμοι σε εποχές όπως αυτή που εξετάζουμε, με σημαντικά περιορισμένη διάχυση της γνώσης, αλλά και πληθώρα εργατικών ατυχημάτων λόγω απαρχαιωμένων σήμερα τεχνικών παραγωγής. Αυτή ήταν και η πρώτη οργανωμένη εφαρμογή της έννοιας του κοινωνικού κράτους, σε μικρή κλίμακα, με πρωτοβουλία των εργοδοτών, και μικρή συμμετοχή της πολιτείας, στο 25% της συνολικής δαπάνης.
Πρώτη αναφορά στην ανεργία, ως απαραίτητο πεδίο επέκτασης του κοινωνικού κράτους, γίνεται πάλι στη Γερμανία και συγκεκριμένα στη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η εξαγωγική βιομηχανία μηχανικού εξοπλισμού, την οποία επηρέαζαν σημαντικά οι διακυμάνσεις της διεθνούς ζήτησης, η εποχική βιομηχανία, που είχε περιορισμένο χρονικά κύκλο εργασιών καθώς και η βιομηχανία με εξαιρετικά εξειδικευμένους τεχνίτες/εργάτες, που είχε συμβάλλει οικονομικά στην κατάρτισή τους και τους θεωρούσε τμήμα αναπόσπαστο της παραγωγικής διαδικασίας, «ιδιοκτησία» της με λίγα λόγια, πίεσαν πολύ ώστε να καθιερωθεί ένα επίδομα ανεργίας, ώστε να προστατεύσουν το απόθεμα εργατικής δύναμης, και αυτό να μη μεταπηδήσει σε καιρούς ανεργίας στην ανειδίκευτη εργασία. Την καθιέρωση του επιδόματος ανεργίας πολέμησαν οι άμεσα θιγόμενοι, όπως γίνεται πάντα, δηλαδή οι επιχειρήσεις κολοσσοί με ανειδίκευτη εργασία και κάποιες μικρές επιχειρήσεις (δικαίως οι δεύτερες), για παρόμοιους λόγους με αυτούς για του οποίους αντιδρούσαν στην εφαρμογή του “Baare bill”(άδικος επιμερισμός δαπανών, άδικη συνεισφορά σε κοινό ταμείο ανεργίας, απ’ όπου δε θα είχαν κάποιο ουσιαστικό όφελος). Τέλος, σε ότι αφορά τις συντάξεις, αυτές εμφανίζονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μέτρων, σε μια Ευρώπη που αλλάζει, μετά το 2ο ΠΠ, και καθιερώνεται ο όρος «κοινωνική ασφάλιση».
Στην Ελλάδα όμως τι γίνεται; Η πρώτη αναφορά στην ιστορία της Ελλάδας για συνταξιοδοτικό δικαίωμα γίνεται το 1827, στο ψήφισμα της Εθνικής Συνέλευσης της Τροιζήνας. Εκεί γίνεται αναφορά στους εθνικούς αγωνιστές και αναφέρεται ότι «...αι χήραι και τα ορφανά των υπέρ της πατρίδος θανατουμένων θέλει έχουσιν σταθερόν πόρον ζωής των...». Το 1828, με απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια δίνονται οι πρώτες συντάξεις σε στρατιωτικούς, σε χήρες στρατιωτικών με το μισό της σύνταξης ενώ με το ίδιο ποσό συνταξιοδοτούνται και τα ορφανά των αγωνιστών μέχρι το 16ο έτος της ηλικίας τους. Παρατηρούμε δηλαδή την κοινωνική πρόνοια να λειτουργεί εδώ από τη γενεσιουργό αιτία της, δηλαδή το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο, και όχι αυστηρά οικονομικούς λόγους όπως η αντίστοιχη ευρωπαϊκή μορφή της. Το 1856 η κυβέρνηση επιχειρεί να εισάγει τον συνταξιοδοτικό θεσμό αλλά αποτυγχάνει. Πέντε χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1861 ψηφίζεται τελικά ο νόμος «Περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων» που περιελάμβανε δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι δικαιούνταν σύνταξη μετά από 25 χρόνια υπηρεσίας. Το δικαίωμα μεταβιβαζόταν σε περίπτωση θανάτου στη χήρα και στα παιδιά. Η εισφορά του εργαζομένου ήταν το 5% του μισθού του ενώ ο νόμος εισήγαγε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και την αναπηρική σύνταξη για όσους λόγω νόσου ή ατυχήματος δεν μπορούσαν να εργαστούν. Και πάλι εδώ διαφαίνεται μια τάση καθιέρωσης ασφαλιστικών δικαιωμάτων στο δημόσιο τομέα, χωρίς να πρωταγωνιστούν παράγοντες της ελεύθερης αγοράς.
Μετά από τόσα χρόνια διαμόρφωσης και ποικιλότροπου σχηματισμού, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα, βελτιώθηκε θεαματικά σε ότι αφορούσε την πρόνοια/μέριμνα για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών χωρών, που όπως αναφέρεται πιο πάνω, είχαν από καιρό ξεκινήσει τέτοιες μεταρρυθμίσεις, ενώ δε παρέλειψε να ενισχύσει τις παροχές του κοινωνικού κράτους σε όλους τους τομείς της δημόσιας απασχόλησης, αυξάνοντας διαρκώς τους διανεμόμενους πόρους σε υγεία, ανεργία, συντάξεις κ.α. Σε καιρούς ευημερίας, το κοινωνικό κράτος-μαμούθ που είχε δημιουργηθεί, συντηρούνταν και απέδιδε. Σήμερα μοιάζει να συρρικνώνεται επικίνδυνα και με τάσης πλήρους απουσίας από εκφάνσεις της οικονομίας, όπου στο παρελθόν δέσποζε και απέδιδε κοινωνική δικαιοσύνη. Η ελληνική κρίση χρέους λοιπόν, σε συνδυασμό με πιο εκτεταμένα προβλήματα όπως η δημογραφική γήρανση, δεν επηρεάζει μόνο τις συντάξεις, αλλά και το κόστος της υγείας, που καλπάζει ασυγκράτητο σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Μήπως η παθογένεια που αναλύεται λίγες σειρές παραπάνω είναι και θέμα χαμένων ευκαιριών; Ε λοιπόν ναι, μοιάζει να είναι, έστω τμηματικά. Όλες σχεδόν οι αποφάσεις στο πρόσφατο παρελθόν για το ασφαλιστικό, αποτέλεσαν μια σκοτεινή συνδιαλλαγή κομμάτων και συνδικάτων, αλλά και των σημερινών ψηφοφόρων, εργαζομένων και συνταξιούχων, σε βάρος της επόμενης γενιάς.
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν με γνώμονα τη λογική αρχικά και όχι εξειδικευμένες γνώσεις, πως οι αποδοχές του συνταξιούχου οφείλουν να καθορίζονται από το επίπεδο της κατάρτισής του, της παραγωγικότητάς του, του μισθού του, και εν τέλει από το σύνολο των εισφορών του. Τώρα λοιπόν, που μας δίδεται η ευκαιρία να απεκδυθούμε τις παθογένειες που για πολλά χρόνια έχουνε συσσωρευθεί και γιγαντωθεί, με ευθύνη κυρίως δική μας αλλά και των νέων αναδυόμενων συνθηκών, αυστηρά σε οικονομικό επίπεδο, οφείλουμε να δράσουμε αποφασιστικά χωρίς οπισθοχωρήσεις, χωρίς φόβο αλλά με έντονο μέσα μας το αίσθημα της ευθύνης, ώστε μέσα από το διάλογο να επιτύχουμε ένα πιο βιώσιμο σύστημα και φυσικά να μη πάμε στο άλλο άκρο, την πλήρη ισοπέδωση δηλαδή του κοινωνικού κράτους, και την ολική απαξίωση των γηραιότερων, με συντάξεις εξαθλίωσης, απαρχή για την εξαθλίωση της γενιάς μας, μετά από αρκετά χρόνια.
Άγγελος Ε. Αγγελίδης
Φοιτητής Κτηνιατρικής, Μέλος Ν.Ε. ΠΑΣΟΚ Καρδίτσας