"Χριστούγεννα και παράδοση στο Ανθηρό - Στην Αργιθέα!!!" του Μενέλαου Παπαδημητρίου Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
- Εκτύπωση
Ο παπα Σωτήρης Παπαρούνας με την πρεσβυτέρα του Νίκη συνεχίζουν την Παράδοση βγάζοντας τσιγαρίδες με τον παλιό τρόπο, μέσα στο χαλκωματένιο και καλά γανωμένο καζάνι.
Πως γίνονταν οι τσιγαρίδες: τοποθετούσαμε μέσα στο καζάνι το λίπος του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, τη «λίπα ή ξίγκι» που τη λέγαμε και που είχε επάνω της ελάχιστο κρέας και την λιώναμε. Τις φτιάχναμε δίχως άλλο τίποτα μέσα στο καζάνι, ούτε νερό εκτός στο τέλος από λίγο αλάτι.
Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος, έμεναν στο καζάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας, κι αυτές ήταν οι τσιγαρίδες.
Όταν η λίπα έρεε από το καζάνι στα τενεκέδια και έμεναν στον πάτο οι τσιγαρίδες, άρχιζαν να ροδίζουν και να αχνίζει η τσίκνα τους.
Τότε μας τσάκιζε η μυρουδιά τις μύτες...Πέρα από την πείνα ήταν και λαχταριστές!!!.Εμείς τα λιανοπαίδια τις περιμέναμε πως και πως..
Σε όλα τα σπίτια του Χωριού τη μέρα αυτή ακούγονταν φωνές, συνομιλίες έντονες..είχαν σφάξει τα γουρούνια και οι δουλειές ήταν πολλές....φέρε το ταψί όξω...εσύ παιδί μ΄ βάλε ξύλα κι άναψε γερή φωτιά...κράτα εδώ να αλατίσουμε και να τεντώσουμε το τομάρι...να το κρεμάσουμε ψηλά μην το φτάνουν τα σκυλιά (το ήθελαν για τσαρούχια)...ισύ θυγατέρα πάρε το κεφάλ και τα πόδια και ξύστα, ετοίμασέ τα για τον πατσιά....ισύ πιδί μ' παρ΄του τσικούρ κι σύρε να φέρς λίγες πουρναρότφες να μπάξουμε στο μπουχαρί...να βάξ απόψε η φωτιά, να μη μας μπουν μέσα τα παγανά...
Έχει μείνει παροιμιώδης ο τρόπος σφαξίματος του γουρουνιού από τον αείμνηστο Κώτσιο Κουτή -αδερφό της μάνας μου. Έκανε το σταυρό του στην ανατολή και την προσευχή, είχε κάρβουνα στην ξύστρα και θυμιάμα δίπλα και μετά την κοπή θυμιάτιζε τη σφαγή.
Ήταν η μέρα να σφάξει το δικό του γουρούνι. Ο γιος του Λιάκος με τον Αλέκο Αζακά και το Λία Καλύβα(αείμνηστοι σήμερα όλοι τους) δέσαν το γουρούνι από τα πόδια και τη μέση και το ετοιμάσανε.
Ο μπάρμπα Κώτσιος αργούσε στην προσευχή.....
Κι πατέρα κι μην αργείς...κλωτσάει θα μας φύγ του γρούν..είπε ο Λιάκος.
Ο μπάρμπας συνέχιζε τα θρησκευτικά τελετουργικά... το γρουν τς έφυγε απ΄τα χέρια και έκοψε τον κατήφορο (είχε και προαίσθημα).
Κι κι σταυρουκουπίσ' ακόμα πατέρα...κι πλάλα τώρα να πιάεις του γρουν..
Έκαναν ώρες να το πιάσουν πάλι...
Πέρα στο Δέντρο πήγε ο Τσικρίκας (Χριστόφορος Παλιοδήμος) να σφάξει το γουρούνι του Ηλία Κορδάτου.
Είπε στη νύφη του Ηλία Κορδάτου τη Μαρία: Πάεινε να φέρεις από μέσα την ξύστρα με λίγα κάρβουνα να θυμιατίσουμε το γρούν.
Ώσπου να ρθεί η νύφη με την ξύστρα το γρούν έφυγε από τα χέρια του μπάρμπα Λία και του γιου του Θωμά.
Η Όλγα -Λίαινα του Κορδάτου, το πήρε από κοντά μαυλώντας το και ρίχνοντάς του λίγα βελάνια. Κατάφερα και τό' πιασε και τόφερε πίσω.
Τότε ο μπάρμπα Χρήστος είπε: Αν δεν ήσαν εσύ εδώ Λίαινα δε θα σφάζαμε γρούν σήμερα!!!!
Τέτοιες ιστορίες ήταν πάμπολλες.
Να μία από αυτές όπως μου την εξιστόρησε ο παπα Σωτήρης που την έζησε όντας τότε λαϊκός.
Ο Σωτηράκης Παπαρούνας (δεν είχε γίνει παπάς ακόμα) το 1985 έφυγε από το σπίτι με το αυτοκίνητο για αγώϊ μαζί με τον Βαγγέλη
Κοθώνα και πήγανε στη Σπηλιά στον Δημήτρη (Μήτσιο) Χασιώτη να πάρουν το γουρούνι που είχε κλεισμένο για τα Χριστούγεννα.
Φτάνοντας εκεί το γουρούνι ήταν μακριά από το δρόμο και ήταν μεγάλη η κατηφόρα. Πως να κάνουν.....πως να κάνουν....σοφίστηκαν και έφερναν το γουρούνι προς το αυτοκίνητο σέρνοντάς το στην πλαγιά.
Όταν το γουρούνι έφτασε στο δρόμο ήταν πολύ χτυπημένο...το φορτώσανε και ξεκινήσανε για το Κατούσι.
Ο αείμνηστος Βαγγελης στο δρόμο.. ήθελε όλο να μιλάει ..
Του λέει ο Σωτηράκης: ..Θείο του γρουν..πρέπ' να ψόφσε...(βλέποντας το γουρουνι απο το καθρεφτη του αυτοκινητου να μην κουνιέται)..ο Βαγγέλης ανένδοτος με νεύρα του απαντάει : ά ρα πάψι...μη μου σταματάς τη συζήτησ' , του γρουν δε παθαίν τίπουτα.
Όταν φτάσανε στο κτίριο του συνεταιρισμού στο Κατούσι, ο Σωτηράκης άρχισε τα γέλια..γιατί κατάλαβε ότι το γουρούνι πράγματι είχε ψοφίσει.....κι είχε χιόν πολύ έξω...Στο δρόμο υπήρχε ένα φρύδι χιόνι...το αυτοκίνητο σταμάτησε ...δε προχωρούσε άλλο...ο Σωτηράκης συνέχιζε να γελάει...και του λεει ο Βαγγελης..τι γελας;
Σίγουρα το γρούν ψόφσε μπάρμα.
Κατεβαίνοντας ο Βαγγέλης απο το αυτοκινητο ανεβαίνει στη καρότσα και πιάνει το γουρούνι και φώναζε ''γουτς-γουτς-γουτς''. Το γουρούνι δε σάλεβε..
Αρχισε ο Βαγγέλης να λέει ''ωχ ωχ ωχ τι έπαθα..τώρα τι θα κάνω το γρουν 3 μέρες ως τα Χριστούγεννα...
Κάτσι ιδώ πιδί μ' είπε στο Σωτηράκη. Πάω κι έρχουμι γλήγορα.
Ήθελε να πάει στον Δημοσθένη Κοθώνα να πάρει κάρβουνα στη ξύστρα και θυμιάμα...
Τότε ο Σωτηράκης νευρίασε, άρπαξε το γουρούνι το τράβηξε από την καροτσα..και το ριξε στα χιόνια.
Ο Βαγγέλης πήγε στο σπίτι πήρε το μαχαίρι και θυμιάμα - κάρβουνα και επί τόπου έσφαξε το γουρούνι που δεν έβγαλε ούτε μια σταγόνα αίμα.. αφού είχε ψοφίσει εδω και ώρα..
Στενοχωρημένος κι ο Βαγγέλης για το πάθημα, στενοχωρημένος και ο Σωτηράκης...έφυγε και δενπήρε ούτε το αγώϊ.
(Σημείωση: τα χρόνια πέρασαν, ο Βαγγέλης, ο Μήτσιος και ο Δημοσθένης δε ζουν, ο Σωτηράκης τότε – παπα Σωτήρης σήμερα - θυμάται και μολογάει.)
Στο σπίτι του Γιώργου Παπαρούνα ήταν επί πλέον η ροή εργασιών αυτές τις μέρες. Έπρεπε να κουρδίσει και τα όργανα, γιατί αργά το βράδι περίμενε τους μερακλήδες για γλέντι!!!
Η Βερονίκη, ο Νικολάκης κι ο Σωτηράκης στις δουλειές και παραπίσω η Βασούλα ως μικρότερη.
Η Πρεσβεία απ΄τη μιά δουλειά στην άλλη....
Κούραση όμως δε φαίνονταν σε κανέναν γιατί οι Γιορτές ήταν Μεγάλες... ήταν για όλους!!!
Οποίες αναμνήσεις σε όσες και όσους ΖΗΣΑΜΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΘΙΜΑ!!!
Μενέλαος Παπαδημητρίου